- ἐκφύσημα
- ἐκφύσημαpustuleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφύσημα — το (Α ἐκφύσημα) νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού εκφυσώ, το προερχόμενο από εκφύσηση 2. ιατρ. φλύκταινα αρχ. 1. έκρηξη ηφαιστείου 2. «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ἐκφυσήματα — ἐκφύσημα pustule neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφυσήματος — ἐκφύσημα pustule neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορδή — η, ΝΑ εκφύσημα, συνήθως ηχηρό, που προέρχεται από ζύμωση τών παραγόμενων στα έντερα αερίων και εξέρχεται από το απευθυσμένο νεοελλ. 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ατόμου 2. παροιμ. α) «με πορδές αβγά δεν βάφονται» μόνο με σοβαρές προσπάθειες… … Dictionary of Greek
ՓՉՈՒՄՆ — (փչման.) NBH 2 0962 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c գ. ἑμφύσησις, ἑκφύσησις, ἑκφύσημα flatus, insufflatio, efflatio, spiratio ἑπίπνοια adspiratio. Փչելն (ըստ ամենայն առման). *Զորդի բան անուանէ. զսուրբ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)